- διεζευγμένος
- -η, -ο (AM διεζευγμένος, -η, -ον) [διαζευγνύω]χωρισμένος (από τον ή τη σύζυγο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διεζευγμένος — διαζεύγνυμαι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)